- περιουσιασμός
- ὁ, Α [περιουσιάζω]1. εξουσία, κτήση («Ἰσραὴλ εἰς περιουσιασμὸν ἑαυτῷ», ΠΔ)2. πλήθος («περιουσιασμὸς βασιλέων», Γρηγ. Νύσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιουσιασμός — priuate possession masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιασμοῦ — περιουσιασμός priuate possession masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιασμούς — περιουσιασμός priuate possession masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιασμῷ — περιουσιασμός priuate possession masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιασμόν — περιουσιασμός priuate possession masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)